- πηδῶντας
- πηδάωleappres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποβάτης — Εκείνος που στους αρχαίους ελληνικούς αγώνες είχε την ικανότητα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει από το άλογό του ή το άρμα του, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση. To αγώνισμα των α. ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα από πολύ παλιά, κυρίως όμως γινόταν… … Dictionary of Greek
μετασκιρτώ — μετασκιρτῶ, άω (Α) μεταβαίνω σε άλλο μέρος πηδώντας, απομακρύνομαι πηδώντας … Dictionary of Greek
ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… … Dictionary of Greek
ακριδίτσα — η [ακρίδα] 1. το ακριδάκι* 2. παιχνίδι κατά το οποίο τα παιδιά μιμούνται την ακρίδα πηδώντας με τα τέσσερα (Εύβοια) … Dictionary of Greek
ανορχούμαι — ἀνορχοῡμαι ( έομαι) (Α) χορεύω πηδώντας από χαρά … Dictionary of Greek
αποπλίσσομαι — ἀποπλίσσομαι (Α) [πλίσσομαι] απομακρύνομαι με ανοιχτά βήματα, φεύγω πηδώντας … Dictionary of Greek
αποσκιρτώ — (ΑΜ ἀποσκιρτῶ, άω) νεοελλ. μτφ. εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ σε άλλη μσν. απομακρύνομαι εγκαταλείποντας κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για ζώα) απομακρύνομαι πηδώντας 2. μτφ. είμαι άτακτος, δύστροπος, απειθής … Dictionary of Greek
εκκκολυμβώ — ἐκκολυμβῶ ( άω) (Α) 1. κολυμπώ πηδώντας στη θάλασσα από κάπου («ἐκκολυμβᾱν ναός», Ευρ.) 2. βγαίνω κολυμπώντας στην ξηρά … Dictionary of Greek
επεισπηδώ — ἐπεισπηδῶ, άω (A) [εισπηδώ] 1. πηδώ μέσα ορμητικά (α. «τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον» σκότωναν αυτούς που πηδούσαν ορμητικά μέσα στις τάφρους, Ξεν. β. ἐγὼ δ ἐπεισπηδῶν γε τὴν βουλὴν βίᾳ κυκήσω» κι εγώ πηδώντας,… … Dictionary of Greek
επεμπηδώ — ἐπεμπηδῶ, άω (AM) ανεβαίνω κάπου πηδώντας αρχ. (για σφυγμό) έχω διπλές σφύξεις … Dictionary of Greek